κρένω

κρένω
λέω, μιλώ: Γιατί δε μου κρένεις;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρένω — και κραίνω (Μ κρένω) λέγω, μιλώ νεοελλ. απευθύνω τον λόγο προς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κρίνω μεταπλασμένος τ. ενεστώτα κατά τα πολλά ρήματα σε αίνω ( eno) και κατά το πρότυπο ρ. όπως έπλυνα: πλένω (αντί πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • αδικοκραίνω — και κρένω κατακρίνω άδικα, κακολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + κραίνω, κρένω] …   Dictionary of Greek

  • άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… …   Dictionary of Greek

  • αντικραίνω — κ. κρένω 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αντιμιλώ …   Dictionary of Greek

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”